ἀρχαιοπρεπῆ

ἀρχαιοπρεπῆ
ἀρχαιοπρεπής
time-honoured
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀρχαιοπρεπής
time-honoured
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀρχαιοπρεπής
time-honoured
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογιοτατισμός — και λογιωτατισμός, ο η τάση ορισμένων λογίων, κυρίως σε παλιότερες εποχές, να χρησιμοποιούν αρχαιοπρεπή γλώσσα, αρχαίες λέξεις, φράσεις, συντάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογιοτατίζω. Η λ., στον λόγιο τ. λογιωτατισμός, μαρτυρείται από το 1865 στο… …   Dictionary of Greek

  • πεπινωμένως — Α επίρρ. με αρχαιοπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπινωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πινοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιόπρεπος — η, ο επίρρ. α αυτός που ταιριάζει στην αρχαιότητα ή μιμείται αρχαία πρότυπα: Η εμφάνιση τόσο του χορού όσο και των ηθοποιών ήταν αρχαιόπρεπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”